- προσεκλίθην
- προσεκλίθην s. προσκλίνω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προσεκλίθην — προσεκλί̆θην , προσκλίνω cause to lean against aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) προσεκλί̆θην , προσκλίνω cause to lean against aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)